κουρτέσικος

κουρτέσικος
κουρτέσικος, -η, -ον (Μ) [κουρτέσης]
1. ευγενικός, φιλοφρονητικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κουρτέσικον
ευγένεια, αρχοντιά.
επίρρ...
κουρτέσικα (Μ)
1. με ευγενικό τρόπο
2. γενναιόδωρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”